ἠικανός

ἠικανός
ἠικανός· ὁ ἀλεκτρυών, Hsch. [full] ἤϊκτο,
A v. ἔοικα. [full] ἤϊξε, v. ἀΐσσω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηικανός — ἠϊκανός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό η ι < *ᾱυσ ι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*awes «φωτίζω», απ όπου και το ηώς «αυγή». Το ι δηλωτικό τής τοπικής πτώσης ή ανάλογο τού τερψίμβροτος*. Το β… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”